υπολευκαίνω

υπολευκαίνω
Α
παθ. ὑπολευκαίνομαι
γίνομαι λευκός αποκάτω ή γίνομαι κάπως λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λευκαίνω (< λευκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”